καταχύτλοις

καταχύτλοις
κατάχυτλον
watering-pot
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάχυτλον — κατάχυτλον, τὸ (Α) [καταχέω] 1. διάτρητο φορητό δοχείο με το οποίο έχυναν νερό πάνω στους λουομένους στα δημόσια βαλανεία 2. (και ως επίθ.) κατάχυτλος, ον διάτρυτος («ἐν καταχύτλοις λεκάναισι», Φερεκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”